- πληθοειδώς
- Αεπίρρ. βλ. πληθοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πληθοειδῶς — πληθοειδής having the form of plurality adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθοειδής — ές, Α 1. αυτός που δίνει την εντύπωση πλήθους, που φαίνεται πολύς 2. πολυάριθμος. επίρρ... πληθοειδῶς με τρόπο που να παρέχεται η εντύπωση πλήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + ειδής*] … Dictionary of Greek